- ιωδισμός
- ὁιατρ. οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση τού οργανισμού με ιώδιο ή ιωδιούχα παρασκευάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. iodisme < iode «ιώδιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή … Dictionary of Greek